- μισθώματι
- μίσθωμαprice agreed on in hiringneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Onciale 0166 — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Onciale 0166 … Wikipédia en Français
μίσθωμα — και μίστωμα, το (ΑΜ μίσθωμα) [μισθώνω] το συμφωνημένο χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο ενοικιαστής μισθωτής στον ιδιοκτήτη εκμισθωτή ως αντάλλαγμα για τη χρήση κινητού ή ακίνητου πράγματος, το ενοίκιο, η συμφωνημένη τιμή τής μίσθωσης (α. «το… … Dictionary of Greek
μισθώμαθ' — μισθώματα , μίσθωμα price agreed on in hiring neut nom/voc/acc pl μισθώματι , μίσθωμα price agreed on in hiring neut dat sg μισθώματε , μίσθωμα price agreed on in hiring neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)